ἐνταφιάσει

ἐνταφιάσει
ἐνταφίασις
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
ἐνταφιάσεϊ , ἐνταφίασις
fem dat sg (epic)
ἐνταφίασις
fem dat sg (attic ionic)
ἐνταφιάζω
prepare for burial
aor subj act 3rd sg (epic)
ἐνταφιάζω
prepare for burial
fut ind mid 2nd sg
ἐνταφιάζω
prepare for burial
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εξανθρωπίζω — (AM ἐξανθρωπίζω) [εξάνθρωπος] μσν. νεοελλ. εξημερώνω, εκπολιτίζω μσν. παθ. 1. πεθαίνω («ἐάν ἐξανθρωπισθῶ ἀποτουνῡν νὰ μὲ ἐνταφιάσει ἡ ἐμὴ γυνή», διαθήκη 15ου αιώνα) 2. (για ζώα) αποκτώ ανθρώπινες ιδιότητες αρχ. 1. κάνω κάτι προσιτό ή κατάλληλο… …   Dictionary of Greek

  • Αργεία — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του Ωκεανού, σύζυγος του Ινάχου, μητέρα του Φορωνέα και της Ιούς. 2. Σύζυγος του Πολύβου, μητέρα του αργοναύτη Άργου. 3. Κόρη του Αδράστου και της Αμφιθέας, σύζυγος του Πολυνείκη. Βοήθησε την Αντιγόνη να… …   Dictionary of Greek

  • Λέχαιο — Παράλια κωμόπολη (υψόμ. 10 μ., 3.952 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στην ακτή του Κορινθιακού κόλπου, 8 χλμ. Δ της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Άσσου Λεχαίου. Μέχρι το 1928 ονομαζόταν Κολομπότσι. Αποτελεί αξιόλογο παραθεριστικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”